παροχλίζω
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
move as with a lever, dislodge, AP9.204 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 528] mit dem Hebel auf die Seite schaffen, übh. eine Last hinwegheben, VLL. erkl. μετακινεῖν; vgl. Agath. (IX, 204).
French (Bailly abrégé)
déplacer à l'aide d'un levier ; déplacer en gén.
Étymologie: παρά, ὀχλίζω.
Russian (Dvoretsky)
παροχλίζω: досл. сдвигать (с помощью рычага), перен. удалять (τινά Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
παροχλίζω: κινῶ ὡς διὰ μοχλοῦ, μετακινῶ, Ἀνθ. Π. 9. 204.
Greek Monolingual
Μ
μετακινώ ή ανυψώνω χρησιμοποιώντας μοχλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀχλίζω «κινώ με μοχλό, ανυψώνω»].
Greek Monotonic
παροχλίζω: μέλ. -σω, κινώ κάτι με μοχλό, σε Ανθ.