πασχικός

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασχικός Medium diacritics: πασχικός Low diacritics: πασχικός Capitals: ΠΑΣΧΙΚΟΣ
Transliteration A: paschikós Transliteration B: paschikos Transliteration C: paschikos Beta Code: pasxiko/s

English (LSJ)

πασχική, πασχικόν, one possessed, Hsch. s.v. ἐπιληπτικός.

German (Pape)

[Seite 532] bei Hesych. Erkl. von ἐπιληπτικός.

Greek (Liddell-Scott)

πασχικός: -ή, -όν, ἐπιληπτικός, Ἡσύχ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
επιληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασχ- του πάσχω + κατάλ. -ικός].