πατημασιά

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

και πατησιά, η
ίχνος, αχνάρι από πόδι ανθρώπου ή ζώου («οι πατημασιές στο χιόνι οδήγησαν τους κυνηγούς στη φωλιά της αρκούδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτημα + κατάλ. -σιά, ενώ ο τ. πατησιά < πατώ + κατάλ. -σιά (πρβλ. περπατησιά)].