πειστέον

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειστέον Medium diacritics: πειστέον Low diacritics: πειστέον Capitals: ΠΕΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: peistéon Transliteration B: peisteon Transliteration C: peisteon Beta Code: peiste/on

English (LSJ)

(πείθω)
A one must persuade, Pl.R. 421c.
II (Pass.) one must obey, S.OT1516, E.Hipp. 1182, Pl.Ap.19a.
2 one must believe, Id.R.365e, Ph.1.135, Agath.2.25.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειστέον, adj. verb van πείθω en πείθομαι men moet overtuigen. men moet gehoorzamen, men moet geloven.

German (Pape)

man muß gehorchen, Plat. Phil. 28b und A.

Russian (Dvoretsky)

πειστέον: adj. verb. к πείθω.

Greek (Liddell-Scott)

πειστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ πείθω, δεῖ πείθειν, Πλάτ. Πολ. 421C. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) δεῖ πείθεσθαι, Σοφ. Ο. τ. 1516, Εὐρ. Ἱππ. 1182, Πλάτ. Πολ. 365Ε.

Greek Monotonic

πειστέον: ρημ. επίθ. του πείθω,
I. αυτός που πρέπει να πειστεί, σε Πλάτ.
II. (από Παθ.), αυτός που πρέπει να υπακούσει, σε Σοφ., Ευρ.