πεντακέλευθος
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
English (LSJ)
πεντακέλευθον, with five ways, Orac. ap. Paus.8.9.4.
German (Pape)
[Seite 556] von oder mit fünf Wegen, Orak. bei Paus.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰκέλευθος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὁδούς, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 9, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πέντε δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + κέλευθος (πρβλ. ισοκέλευθος)].