περίπικρος
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
περίπικρον, very harsh or bitter, Phld.Ir.p.6 W., Ptol.Tetr.160, Procl.Par.Ptol.225.
German (Pape)
[Seite 587] sehr herb, bitter, Procl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίπικρος: -ον, λίαν πικρὸς ἢ δριμύς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 225.