περατοειδής
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
περατοειδές, of limited or finite nature, opp. ἄπειρος, Pl.Phlb. 25d, Procl.Inst.90: Comp. περατοειδέστερος Dam.Pr.50.
German (Pape)
[Seite 563] ές, von begränzter, endlicher Art oder Natur, Plat. Phil. 25 d.
Russian (Dvoretsky)
περᾰτοειδής: ограниченный, имеющий конечную природу Plat.
Greek (Liddell-Scott)
περᾰτοειδής: -ές, ὁ πεπερασμένος τὴν φύσιν, ἀντίθετ. τῷ ἄπειρος, Πλάτ. Φίληβ. 25D.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο περιορισμένος ως προς τη φύση του σε αντιδιαστολή με τον άπειρο, ο πεπερασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρας, -ατος + -ειδής].