περατοειδής Search Google

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περᾰτοειδής Medium diacritics: περατοειδής Low diacritics: περατοειδής Capitals: ΠΕΡΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: peratoeidḗs Transliteration B: peratoeidēs Transliteration C: peratoeidis Beta Code: peratoeidh/s

English (LSJ)

περατοειδές, of limited or finite nature, opp. ἄπειρος, Pl.Phlb. 25d, Procl.Inst.90: Comp. περατοειδέστερος Dam.Pr.50.

German (Pape)

[Seite 563] ές, von begränzter, endlicher Art oder Natur, Plat. Phil. 25 d.

Russian (Dvoretsky)

περᾰτοειδής: ограниченный, имеющий конечную природу Plat.

Greek (Liddell-Scott)

περᾰτοειδής: -ές, ὁ πεπερασμένος τὴν φύσιν, ἀντίθετ. τῷ ἄπειρος, Πλάτ. Φίληβ. 25D.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο περιορισμένος ως προς τη φύση του σε αντιδιαστολή με τον άπειρο, ο πεπερασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρας, -ατος + -ειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περατοειδής -ές [πέρας, εἶδος] begrensd, eindig.