περιέσχατα
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
τά, extremities, edges,Hdt.1.86,5.101.
Russian (Dvoretsky)
περιέσχᾰτα: τά окружность, края, концы: τὰ π. νεμομένου τοῦ πυρός Her. так как все кругом было охвачено пламенем.
Greek (Liddell-Scott)
περιέσχᾰτα: τά, τὰ πέριξ ἔσχατα, Ἡρόδ. 1. 86., 5. 101.
Greek Monolingual
τὰ, Α
τα άκρα, τα σύνορα μιας έκτασης.
Greek Monotonic
περιέσχᾰτα: τά, οι τριγύρω ακρότητες, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
περι-έσχᾰτα, ων, τά,
the surrounding extremities, Hdt.