περιτυπόω
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
embrace, enfold, as the atmosphere does our bodies, S.E.P.3.75, M.10.95: Peripatetic term, Id.P.3.131.
German (Pape)
[Seite 598] rings abformen, ὁ περιτετυπωκὼς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ σώματος ἀήρ, S. Emp. adv. phys. 2, 95, u. oft; die Formen durch Befühlen von allen Seiten erspähen, Aristaen. 1, 1, v.l. περιπτύσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιτῠπόω: περιλαμβάνω, περιέχω, ὡς ὁ ἀὴρ τὰ ἡμέτερα σώματα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 75, πρβλ. 131, π. Μ. 10. 95· ― παρὰ τῷ Ἀρισταιν. 1. 1, ἤδη διορθοῦται: περιπτυσσομένῳ.
Russian (Dvoretsky)
περιτῠπόω: обрисовывать, описывать (τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ σώματος Sext.).