ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
[Seite 606] mit Stein bedeckt, Sp.
πετρόστεγος: -ον, ἐστεγασμένος διὰ λίθων, Βυζ.
-ον Μ
1. (για οίκημα) αυτός που έχει πέτρινη στέγη
2. αυτός που ζει κάτω από τα βράχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -στέγος (< στέγη), πρβλ. χρυσόστεγος].