πλέγω

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

(I)
και πλέκω και πλέχω ΝΜ
πλέω, επιπλέω, κολυμπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔπλεξα < ἔπλευσα / ἔπλεψα (με ανομοιωτική τροπή του -ψ- σε -ξ-) αόρ. του πλέω (πρβλ. παύω: έπαυσα / έπαψα), κατά το σχήμα: άνοιξα - ανοίγω].
(II)
Ν
(διαλ. τ.) βλ. πλέκω.