πλατυχαίτας
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
corrupt in Plu.2.292d, who says it is Boeot. for neighbour: Schneid., comparing ὁμωχέτας, restored πλᾱτ-ωχέτας (better πλᾱτι-ωχέτας, from πλατίον, Dor. for πλησίον).
German (Pape)
[Seite 627] ὁ, hieß nach Plut. qu. Graec. 8 bei den Böotern Haus- od. Landnachbar; man hat πλατωχέτης vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτυχαίτας: ἐσφαλμ. λέξ. ἐν Πλουτ. 2. 292D, ἔνθα λέγεται ὅτι εἶναι Βοιωτ. = γείτων· ― ὁ Schneid παραβάλλων τὸ ὁμωχαίτας, διορθοῖ πλᾱτωχέτας (ἢ μᾶλλον πλατιωχέτας, ἐκ τοῦ πλατίον, Δωρ. ἀντὶ πλησίον), ὁ Ahr. ἐν Aeol. σ. 192, προτιμᾷ πλαϝυκέτας.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτῠχαίτᾱς: ᾱ ὁ беот. сосед Plut.