ὁμωχέτας
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ὁ (prob. contr. fr. ὁμοεχέτας), holding or dwelling together, τοὺς ὁμωχέτας δαίμονας worshipped in the same temple, Th.4.97 (prob. Boeot.).
French (Bailly abrégé)
α;
adj. m.
qui habite la même demeure, honoré dans le même temple.
Étymologie: éol. et dor. p. *ὁμοεχέτης, de ὁμός, ἔχω.
Greek Monolingual
ὁμωχέτας, ὁ (Α)
αυτός που έχει κάτι μαζί με κάποιον άλλο ή αυτός που συγκατοικεί με άλλον («ὁμωχέται θεοί» — οἱ συμμετέχοντες τῶν αὐτῶν σπονδῶν ἢ ὁμοβώμιοι καὶ ὁμόναοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὁμο-εχέτας, με συναίρεση τών φωνηέντων -οε- (< ομο- + ἔχω)].
Lexicon Thucydideum
eorumdem sacrorum participes, sharing in the same sacred rites, 4.97.4 (in oratione praeconis Boeoti in the speech of the Boeotian herald),
Schol.