πλουτηρός

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτηρός Medium diacritics: πλουτηρός Low diacritics: πλουτηρός Capitals: ΠΛΟΥΤΗΡΟΣ
Transliteration A: ploutērós Transliteration B: ploutēros Transliteration C: ploutiros Beta Code: plouthro/s

English (LSJ)

ά, όν, enriching, ἔργον X.Oec.2.10.

German (Pape)

[Seite 638] bereichernd, zum Reichtum gehörend, ἔργον, Xen. oec. 2, 10; Poll. 3, 110.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui procure la richesse.
Étymologie: πλοῦτος.

Russian (Dvoretsky)

πλουτηρός: дающий богатство, обогащающий (ἔργον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

πλουτηρός: -ά, -όν, πλουτοποιός, χρηματοποιός, χρηματιστιστικός, ὁρῶ γάρ σε ἕν τι πλουτηρὸν ἔργον ἐπιστάμενον περιουσίαν ποεῖν Ξεν. Οἰκ. 2, 10.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που επιφέρει ή συνεπάγεται πλούτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα -ηρός (πρβλ. νοσηρός, τολμηρός)].

Greek Monotonic

πλουτηρός: -ή, -όν, εμπλουτιστικός, ἔργον, σε Ξεν.

Middle Liddell

πλουτηρός, ή, όν [from πλουτέω
enriching, ἔργον Xen.