πλουτηρός

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτηρός Medium diacritics: πλουτηρός Low diacritics: πλουτηρός Capitals: ΠΛΟΥΤΗΡΟΣ
Transliteration A: ploutērós Transliteration B: ploutēros Transliteration C: ploutiros Beta Code: plouthro/s

English (LSJ)

ά, όν, enriching, ἔργον X.Oec.2.10.

German (Pape)

[Seite 638] bereichernd, zum Reichtum gehörend, ἔργον, Xen. oec. 2, 10; Poll. 3, 110.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui procure la richesse.
Étymologie: πλοῦτος.

Russian (Dvoretsky)

πλουτηρός: дающий богатство, обогащающий (ἔργον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

πλουτηρός: -ά, -όν, πλουτοποιός, χρηματοποιός, χρηματιστιστικός, ὁρῶ γάρ σε ἕν τι πλουτηρὸν ἔργον ἐπιστάμενον περιουσίαν ποεῖν Ξεν. Οἰκ. 2, 10.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που επιφέρει ή συνεπάγεται πλούτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα -ηρός (πρβλ. νοσηρός, τολμηρός)].

Greek Monotonic

πλουτηρός: -ή, -όν, εμπλουτιστικός, ἔργον, σε Ξεν.

Middle Liddell

πλουτηρός, ή, όν [from πλουτέω
enriching, ἔργον Xen.