πλουτέω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
(πλοῦτος)
A to be rich, be wealthy, opp. πένομαι, τάχα σε ζηλώσει ἀεργὸς πλουτεῦντα Hes.Op.313; πενιχρὸς αἶψα μάλ' ἐπλούτησε becomes rich, Thgn.663, cf. Pl.R. 421d, Men.Kol.42; πλουτέω μέγα, πλουτέω μάλιστα, πλουτέω μεγάλως, Hdt.1.32, 3.57, 6.125; πλούτει κατ' οἶκον μέγα S.Ant.1168; ὄναρ πεπλουτηκέναι = 'build castles in the air', Pl.Ly.218c, cf. Tht.208b; μὴ σπεύδετε πλουτεῖν μᾶλλον ἢ χρηστοὶ δοκεῖν εἶναι Isoc.3.50; ταχέως πλουτῆσαι Lys.18.18; πλουτέω ἀπὸ τῶν κοινῶν to be rich from the public purse, Ar.Pl.569; πλουτέω ἀφ' ἑαυτῶν Porph.Sent.40; πλουτέω ἐκ τῶν ἀλλοτρίων Lys.32.25; ὑφ' ὑμῶν πεπλουτηκότας D.21.189 (ἀφ' Cobet).
2 c. gen. rei, to be rich in a thing, πόνου A.Fr.241; φίλων X.An.7.7.42; νομίσματος Arist.Pol.1257b13; πλουτῖον (i.e. πλουτεῖον, metri gr. for πλουτέον) τέκνων… δωμάτιον IG12(8).442.8 (Thasos).
3 c. dat. rei, πλουτέω ἐμπύροισιν E.Hel.756; σιδήρῳ, χαλκῷ, X.Ath.2.11.
4 c. acc. cogn., πλουτέω πλοῦτον Luc.Tim.48; πλουτέω φίλους, πλουτέω φιλίαν, Them.Or.1.17c, 22.267a.
German (Pape)
[Seite 638] reich, wohlhabend sein, τάχα σε ζηλώσει ἀεργὸς πλουτεῦντα, Hes. O. 315; Pind. P. 2, 56; πλούτει κατ' οἶκον μέγα, Soph. Ant. 1168; Eur. oft, wie Ar.; πλουτεῖν ἀπὸ τῶν κοινῶν, sich vom Staatsgute bereichert haben, Plut. 569, wie ἔκ τινος, Dem. 21, 189; auch πλουτεῖν πλοῦτον, Luc. Prom. 15; Gegensatz ἀπορέω, Plat. Conv. 203 e; οἱ πλουτοῦντες Gegensatz von πενόμενοι, Polit. 293 a; sprichwörtl. ὄναρ δὴ ἐπλουτήσαμεν, Theaet. 208 b; Lys. 218 c; übh. Überfluß woran haben, τινός, z. B. πόνου, Aesch. frg. bei B. A. 351, 6; οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν, Plat. Rep. VII, 521 a.
French (Bailly abrégé)
πλουτῶ :
1 être riche : τινος ou τινι en qch;
2 s'enrichir;
NT: être généreux.
Étymologie: πλοῦτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτέω [πλοῦτος] praes. ptc. acc. sing. πλουτεῦντα Hes. Op. 313, rijk zijn; met acc. v. h. inw. obj..; π. ὑπερμεγέθη τινὰ πλοῦτον 'steenrijk zijn' Luc. 25.48; met ἀπό + gen..; π. ἀπὸ τῶν κοινῶν rijk leven uit de staatskas Aristoph. Pl. 569; met ἐκ + gen..; π. ἐκ τῶν ἀλλοτρίων zich verrijken uit andermans bezit Lys. 32.25; met ὑπό + gen. op kosten van; rijk zijn aan: met gen., met dat., met ἐν + dat.
Russian (Dvoretsky)
πλουτέω: быть богатым Hes., Her., Soph.: πλουτοῦντες ἢ πενόμενοι Plat. богатые или бедные; π. ἀπὸ τῶν κοινῶν Dem. разбогатеть на общественный счет; ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. Lys. богатеть на чужой счет; ὄναρ π. Plat. быть богатым во сне, т. е. обладать мнимым богатством; π. τινος Aesch., Xen., Arst. и π. τινι Eur., Xen. быть богатым чем-л., иметь что-л. в изобилии; π. πλοῦτον ὑκερμεγέθη Luc. обладать огромным богатством.
English (Slater)
πλουτέω be wealthy τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον (P. 2.56) τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8.
English (Strong)
from πλουτίζω; to be (or become) wealthy (literally or figuratively): be increased with goods, (be made, wax) rich.
English (Thayer)
πλούτῳ; 1st aorist ἐπλούτησα; perfect πεπλούτηκα; (πλοῦτος); from Hesiod down; the Sept. sometimes for עָשַׁר;
a. to be rich, to have abundance: properly, of outward possessions, absolutely, I have been made rich, hate become rich, have gotten riches (on this use of the aorist see βασιλεύω, at the end), ἀπό τίνος, ἀπό, II:2a.)); also ἐκ τίνος (see ἐκ, II:5), ἐν τίνι (cf. Winer's Grammar, § 30,8b. note; the Greeks say πλουτεῖν τίνος, or τίνι, or τί), to be richly supplied: πλουτεῖν εἰς πάντας, is affluent in resources so that he can give the blessings of salvation unto all, πλουτεῖν εἰς Θεόν (see εἰς, B. II:2b. α.), ἐπλούτησα, absolutely, I became rich, i. e. obtained the eternal spiritual possessions: πεπλούτηκα, I have gotten riches, Revelation 3:17.
Greek Monotonic
πλουτέω: μέλ. -ήσω (πλοῦτος)·
1. είμαι πλούσιος, έχω πλούτη, σε Ησίοδ., Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· πλουτέω ἀπὸ τῶν κοινῶν, γίνομαι πλούσιος από τα δημόσια χρήματα, σε Αριστοφ.
2. με γεν. πράγμ., είμαι πλούσιος σε κάτι, σε Ξεν.
3. με δοτ. πράγμ., πλουτέω ἐμπύροισιν, σε Ευρ. Ξεν.
4. με σύστ. αιτ., πλουτέω πλοῦτον, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτέω: (πλοῦτος) εἶμαι πλούσιος, ἔχω πλοῦτον, ἀντίθετον τῷ πένομαι, τάχα σε ζηλώσει ἀεργὸς πλουτεῦντα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 311· πενιχρὸς αἶψα μάλ’ ἐπλούτησε, ἐγένετο πλούσιος, Θέογν. 663· πλ. μέγα, μάλιστα, μεγάλως Ἡρόδ. 1. 32., 3. 57., 6. 125· πλούτει κατ’ οἶκον μέγα Σοφ. Ἀντ. 1168· ὄναρ πλουτῶ, ὀνειρεύομαι πλούτη, Heind. εἰς Πλάτ. Λῦσιν 218C· πλ. ταχέως Λυσίας 151. 4· πλουτῶ ἀπὸ τῶν κοινῶν, γίνομαι πλούσιος ἐκ τῶν δημοσίων χρημάτων, Ἀριστοφ. Πλ. 569· πλ. ἔκ τινος Λυσ. 908. 14· ὑφ’ ὑμῶν πεπλουτηκότας Δημ. 576. 1· ― ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 15, πλουτίζειν, εἶναι ἡ πιθ. γραφή. 2) μετὰ γεν. πράγμ., εἶμαι πλούσιος εἴς τι, ἔχω τι ἐν ἀφθονίᾳ, πόνου Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 239· φίλων Ξεν, Ἀν. 7. 7, 28· νομίσματος Ἀριστ. Πολ. 1. 9, 11, κτλ. ἴδε ἐν λ. πλούσιος. 3) μετὰ δοτ. πράγμ., πλ. ἐμπύροισιν Εὐρ. Ἑλ. 756. σιδήρῳ, χαλκῷ Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 11. 4) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πλ. πλοῦτον Λουκ. Τίμ. 48· ὡσαύτως πλ. φίλους, φιλίαν Θεμίστ. 17C, 267Α. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.
Middle Liddell
πλουτέω, fut. -ήσω πλοῦτος
1. to be rich, wealthy, Hes., Theogn., Hdt., Attic; πλ. ἀπὸ τῶν κοινῶν to be rich from the public purse, Ar.
2. c. gen. rei, to be rich in a thing, Xen.
3. c. dat. rei, πλ. ἐμπύροισιν Eur., Xen.
4. c. acc. cogn., πλ. πλοῦτον Luc.
Chinese
原文音譯:ploutšw 普魯帖哦
詞類次數:動詞(12)
原文字根:富有
字義溯源:成為富足,富足,發財,豐富,富有,厚;源自(πλουτίζω)=使其富足);而 (πλουτίζω)出自(πλοῦτος)=財富), (πλοῦτος)又出自(πίμπλημι)*=充滿)。這字常用在隱喻上,如:他本來富足,卻為你們成了貧窮,叫你們因他的貧窮,可以成為富足( 林後8:9)。如果這字按字面上說到世上的富足,似乎就會攔阻屬天的富足( 路1:53; 啓3:17)。所以保羅就囑咐提摩太,要他勸勉今世富足的,善於處理神的恩賜,好好供給別人( 提前6:17,18,19)。參讀 (αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)同義字
同源字:1) (πλούσιος)富裕的 2) (πλουσίως)豐富地 3) (πλουτέω)成為富足 4) (πλουτίζω)使其富足 5) (πλοῦτος)財富
出現次數:總共(12);路(2);羅(1);林前(1);林後(1);提前(2);啓(5)
譯字彙編:
1) 富足的(2) 路1:53; 路12:21;
2) 你可以富足(1) 啓3:18;
3) 發了財(1) 啓18:3;
4) 發了財的(1) 啓18:15;
5) 成了富足(1) 啓18:19;
6) 已發了財(1) 啓3:17;
7) 富足(1) 提前6:18;
8) 厚(1) 羅10:12;
9) 豐富了(1) 林前4:8;
10) 可以成為富足(1) 林後8:9;
11) 發財(1) 提前6:9