πλουτιστήριος
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
α, ον, enriching, ἔργα Ph.1.669.
German (Pape)
[Seite 638] bereichernd, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτιστήριος: -α, -ον, πλουτίζων, πλουτοποιός, ἔργα Φίλων 1. 669.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
αυτός που μπορεί να καταστήσει κάποιον πλούσιο, πλουτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτίζω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. βασανιστήριος, χαριστήριος)].