πλωτεύω
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
German (Pape)
[Seite 639] (ein πλώτης sein), beschissen; Pol. 16, 29, 11; Or. Sib.
French (Bailly abrégé)
1 naviguer en parl. de navires;
2 Pass. être parcouru par des navires.
Étymologie: πλώω.
Russian (Dvoretsky)
πλωτεύω: плыть, проплывать (πόρος πλωτευόμενος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
πλωτεύω: πλέω, νῆες Χρησμ. Σιβ. 5. 447. ΙΙ. Παθ., διαπλέομαι, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πολύβ. 16. 29, 11.
Greek Monolingual
Α πλωτός
1. πλέω
2. παθ. πλωτεύομαι
3. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι («ποτέ μὲν γεφυρούμενον... ποτέ δὲ πλωτευόμενον»).
Greek Monotonic
πλωτεύω: (πλώτης)·
I. πλέω.
II. Παθ., διαπλέομαι, λέγεται για τη θάλασσα, διαπλέω, πλοηγώ, σε Πολύβ.
Middle Liddell
πλωτεύω, πλώτης
I. to sail.
II. Pass. to be navigated, of the sea, to navigate, Polyb.