πνευματοποιός

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτοποιός Medium diacritics: πνευματοποιός Low diacritics: πνευματοποιός Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: pneumatopoiós Transliteration B: pneumatopoios Transliteration C: pnevmatopoios Beta Code: pneumatopoio/s

English (LSJ)

πνευματοποιόν,
A producing flatulence, Apollon.Mir.46.
II producing breath or spirit, ψυχή Eust.1090.29.

German (Pape)

[Seite 640] Wind, Hauch, Athem hervorbringend, Philem. Lex. 164 p. 109 Os.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτοποιός: -όν, ὁ παράγων ἄνεμον, Κλήμ. Ἀλ. 521. ΙΙ. ὁ παράγων πνοήν, Φιλήμονος Λεξ. Τεχνολογ. § 164, σ. 109, ἔκδ. Osann.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
1. αυτός που δημιουργεί φύσα, φούσκωμα («πνευματοποιὸν καὶ δύσπεπτον», Απολλ.)
2. αυτός που παράγει πνεύμα, πνοή
3. αυτός που προκαλεί ρεύμα αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -ποιός].