ποικιλόβοτρυς
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ῠος, ὁ, ἡ, with varied clusters, Nonn. D. 5.279.
German (Pape)
[Seite 649] bunttraubig, von der sich allmälig färbenden Traube, οἰνάς, Nonn. D. 5, 279.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ποικίλους βότρυς, Νόνν. Δ. 5. 279.
Greek Monolingual
-ότρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(για κλήμα) αυτός που έχει πολύχρωμα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + βότρυς «σταφύλι» (πρβλ. πολύβοτρυς)].