ποκάς
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ποκάδος, ἡ, wool, hair, Ar.Th.567 (pl.), dub. in PThead.8.9 (iv A.D.).<
German (Pape)
[Seite 653] ἡ, 1) wollig, Wolle tragend (?). – 2) Wolle, Haar, im plur., Ar. Thesm. 567, Hesych. erkl. τρίχες, ἀπὸ τοῦ πέκεσθαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποκάς -άδος, ἡ [πέκω] hoofdhaar.
Russian (Dvoretsky)
ποκάς: άδος (ᾰδ) ἡ только pl. руно, бран. вихры, волосы: ἐκποκιῶ σου τὰς ποκάδας Arph. я оттаскаю тебя за вихры.
Greek (Liddell-Scott)
ποκάς: -άδος, ἡ, (πόκος) διεκτενισμέναι τρίχες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 567, ἐν τῷ πληθ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποκάδες· τρίχες. ἀπὸ τοῦ πέκεσθαι, ὅθεν καὶ πόκος».
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
οι τρίχες του κεφαλιού, κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι (βλ. λ. πόκος) + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].