πολλαχῇ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
German (Pape)
[Seite 658] vielmals, oft, Her. 1, 42. 6, 21; gew. vielfach, auf viele Arten, καὶ πολλαχῇ γε δυσπάλαιστα πράγματα, Aesch. Suppl. 463; καλεῖ γὰρ αὐτὸν πολλὰ πολλαχῇ θεός, Soph. O. C. 1622; γελοῖον γὰρ ἂν εἴη πολλαχῇ, Plat. Prot. 346 d; πολλαχῇ ἄλλῃ, Theaet. 179 c Conv. 178 a u. sonst; im Gegensatz von οὐδαμῇ, Xen. An. 7, 3, 12 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 maintes fois, souvent;
2 de beaucoup de sortes.
Étymologie: *πολλαχός de πολύς.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε πολλά μέρη
2. πολλές φορές, συχνά
3. με πολλούς και διάφορους τρόπους, πολυτρόπως
4. για πολλούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. αλλ-αχ-ή)].
Greek Monotonic
πολλᾰχῇ: επίρρ.:
I. πολλές φορές, συχνά, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. με πολλούς τρόπους, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πολλᾰχῇ: или πολλᾰχῆ adv.
1 многократно, не раз, часто Her., Xen.;
2 во многих отношениях: π. δυσπάλαιστα πράγματα Aesch. множество непреодолимых препятствий; γελοῖον ἂν εἴη π. Plat. это было бы во многих отношениях (т. е. крайне) смешно;
3 многими способами: π. ἄλλῃ Plat. многими другими способами.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαχῇ [~ πολύς] adv. van tijd vaak. Xen. An. 7.3.12. van wijze op vele manieren:; πολλαχῇ ἄλλῃ op allerlei manieren Hdt. 6.21.2; πολλαχῇ δεδήλωται het is op vele manieren bewezen Democr. B 10; om vele redenen:. πολλαχῇ ἂν ἶσχον ἐμεωυτόν om vele redenen zou ik ervan afgezien hebben Hdt. 1.42.1.