πολυάνθεμος

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνθεμος Medium diacritics: πολυάνθεμος Low diacritics: πολυάνθεμος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΘΕΜΟΣ
Transliteration A: polyánthemos Transliteration B: polyanthemos Transliteration C: polyanthemos Beta Code: polua/nqemos

English (LSJ)

πολυάνθεμον, (ἄνθεμον) rich in flowers, ἄρουραι Sapph.Supp.25.11; μίτραι Anacr. 65.3; Ὧραι Pi.O.13.17: in later Prose, χώρα Plu.2.294f. -ής, ές, (ἀνθέω) blooming, ὕλη Od.14.353; ἔαρ h.Hom.19.17; πτερύγων χροιή Mosch.2.59, cf. Opp.C.1.320, al.: in later Prose, θύμβρα Gp.15.4.4; parti-coloured, στρωμναί D.S.31.8, cf.5.30: poet. fem. πολυάνθεα, γλήχων Nic.Th.877.

German (Pape)

[Seite 659] blumenreich; Ὡραι, Pind. Ol. 13, 17; Mimnerm.

Russian (Dvoretsky)

πολυάνθεμος: богатый цветами (ὦραι Pind.; μίτραι Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνθεμος: -ον, (ἄνθεμον) ὁ ἔχων πολλὰ ἄνθη, πλήρης ἀνθήσεως, μίτραι Ἀνακρ. 65· ὧραι Πινδ. Ο. 13. 23.

English (Slater)

πολῠάνθεμος, -ον rich in flowers ὧραι πολυάνθεμοι (O. 13.17)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πλούσιος σε άνθη («πολυάνθεμοι ἄρουραι», Σαπφ.)
2. διακοσμημένος με πολλά άνθη («πολυάνθεμοι μίτραι», Ανακρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνθεμον
το φυτό βατράχιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄνθεμον (πρβλ. ευάνθεμος, χρυσάνθεμος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάνθεμος -ον [πολύς, ἄνθεμον] vol bloemen.