πολυγλαγής
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
πολυγλαγές, (γλάγος) = πολυγάλακτος, ἐνιαυτός Arat.1100; μαζοί Nonn. D. 9.176.
German (Pape)
[Seite 660] ές, = πολυγάλακτος; Arat. 1100; Nonn. D. 9, 176.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγλᾰγής: -ές, (γλάγος) = πολυγάλακτος, Ἄρατ. 1100, Νόνν. Δ. 9. 176.
Greek Monolingual
-ές, Μ
πολυγάλακτος («πολυγλαγὴς ἐνιαυτός», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γλαγής (< γλάγος, τὸ, «γάλα»), πρβλ. νεογλαγής].