πολυμάσχαλος
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
πολυμάσχαλον, (μασχάλη II) with many side-branches, [ἡμερίς], μίλος, Thphr. HP 3.8.4, 3.10.2, cf. 3.12.3.
German (Pape)
[Seite 666] mit vielen jungen Schößlingen, Nebenzweigen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμάσχᾰλος: -ον, (μασχάλη ΙΙ) ὁ ἔχων πολλὰς μασχάλας, δηλ. παρακλάδια, δρῦς, μίλος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 4., 3. 10, 2., 3. 12. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πολλές μασχάλες, πολλά παρακλάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. ετερομάσχαλος].