πολυμάσχαλος

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμάσχᾰλος Medium diacritics: πολυμάσχαλος Low diacritics: πολυμάσχαλος Capitals: ΠΟΛΥΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: polymáschalos Transliteration B: polymaschalos Transliteration C: polymaschalos Beta Code: poluma/sxalos

English (LSJ)

πολυμάσχαλον, (μασχάλη II) with many side-branches, [ἡμερίς], μίλος, Thphr. HP 3.8.4, 3.10.2, cf. 3.12.3.

German (Pape)

[Seite 666] mit vielen jungen Schößlingen, Nebenzweigen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμάσχᾰλος: -ον, (μασχάλη ΙΙ) ὁ ἔχων πολλὰς μασχάλας, δηλ. παρακλάδια, δρῦς, μίλος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 4., 3. 10, 2., 3. 12. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πολλές μασχάλες, πολλά παρακλάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. ετερομάσχαλος].