πομπίλος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, a fish which follows ships, Gasterosteus ductor L., Erinn.1, A.R.Fr.9, et alii ap. Ath.7.282e, al.
German (Pape)
[Seite 679] ὁ, = πομπός, bes. ein Meerfisch, der die Schiffe begleitet, Schol. Il. 16, 407.
Greek (Liddell-Scott)
πομπίλος: ὁ, ἰχθύς τις παρακολουθῶν τὰ πλοῖα, Λατ. Gasterosteus ductor, Ἤριννα 2, πρβλ. Ἀθήν. 282Ε, 283F.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
είδος θαλάσσιου ψαριού που ακολουθεί τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή / πομπός + επίθημα -ίλος (πρβλ. ναυτίλος)].