πονητέον
From LSJ
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
one must toil, Hp.Insomn.90, Isoc.15.285, Pl.R. 504d, Men.Mon.735; μὴ πάντα π. ἀνθρώποις Chor.Brum.8.
Greek (Liddell-Scott)
πονητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πονῶ, δεῖ πονεῖν, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 304, Πλάτ. Πολ. 504D.
Greek Monotonic
πονητέον: ρημ. επίθ. του πονέω, αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να μοχθήσει, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πονητέον, adj. verb. van πονέω, er moet gezwoegd worden.