ποντάρω
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
και ποντάρω, Ν
1. (σε τυχερά παιχνίδια) καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί
2. υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι («σ' αυτόν μην ποντάρεις, γιατί θα σέ ρίξει έξω»)
3. τεχνολ. κάνω σημάδι με την πόντα εκεί όπου πρέπει να διατρηθεί ένα μεταλλικό αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pontare «στηρίζομαι, καταθέτω χρηματικό ποσό σε χαρτί (για τυχερά παιχνίδια)»].