ποτιπλάσσω
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
poet. for προσπ-, Call.Epigr.52 (Pass.).
Russian (Dvoretsky)
ποτιπλάσσω: дор. Anth. = προσπλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιπλάσσω: ποτιπταίω, Δωρ. ἀντὶ προσπ-, Ἀνθ. καὶ Κόϊντ. Σμ.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. και δωρ. τ.) προσπλάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πλάσσω.