πράκτης
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
πράκτου, ὁ, = πρακτήρ 1. Suid. s.v. ῥέκτῃ ἀνδρί: Ion. πρήκτης treacherous person, Hp.Ep.19 (Hermes 53.67,cf.76).
German (Pape)
[Seite 693] ὁ, = πρακτήρ, Suid., Erkl. von ῥέκτης.
Greek (Liddell-Scott)
πράκτης: -ου, ὁ, = πρακτήρ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ῥέκτης. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
Greek Monolingual
και, ιων. τ., πρήκτης, ὁ, Α
1. πρακτήρ
2. (ο ιων. τ.) ὁ πρήκτης
προδοτικός, άπιστος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ- του πράττω + επίθημα -της (πρβλ. φράκτης)].