πράν
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
German (Pape)
[Seite 693] dor. adv., = πρίν, πρώην, vordem, ehemals, sont; πράν ποκα, jüngst einmal, Theocr. 2, 115. 3, 32 u. Anth.
French (Bailly abrégé)
adv.
dor. c. πρώην.
Russian (Dvoretsky)
πράν: или πρᾰν (ᾱ) Theocr. = πρώην.
Greek (Liddell-Scott)
πράν: [ᾱ], Δωρ. συνῃρ. ἐκ τοῦ πρώην, πρότερον, πρίν, Θεόκρ. 3. 28., 5. 132, κτλ.· πράν ποκα 2. 115., 5. 81. ― Ἡ ῥίζα, φαίνεται, ἦτο πρό, πρβλ. πρίν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πρώην.
Greek Monotonic
πράν: [ᾱ], Δωρ. επίρρ., = πρίν, άλλοτε, παλιά, σε Θεόκρ.