πράν

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

German (Pape)

[Seite 693] dor. adv., = πρίν, πρώην, vordem, ehemals, sont; πράν ποκα, jüngst einmal, Theocr. 2, 115. 3, 32 u. Anth.

French (Bailly abrégé)

adv.
dor. c. πρώην.

Russian (Dvoretsky)

πράν: или πρᾰν (ᾱ) Theocr. = πρώην.

Greek (Liddell-Scott)

πράν: [ᾱ], Δωρ. συνῃρ. ἐκ τοῦ πρώην, πρότερον, πρίν, Θεόκρ. 3. 28., 5. 132, κτλ.· πράν ποκα 2. 115., 5. 81. ― Ἡ ῥίζα, φαίνεται, ἦτο πρό, πρβλ. πρίν.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πρώην.

Greek Monotonic

πράν: [ᾱ], Δωρ. επίρρ., = πρίν, άλλοτε, παλιά, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

= πρίν
aforetime, erst, Theocr.