πρέμνο

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

το / πρέμνον, ΝΑ
1. το κατώτερο μέρος του κορμού του δέντρου που απομένει μετά την κοπή του κορμού, το κούτσουρο
2. ο ξερός κορμός κλήματος, κούρβουλο
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών βερβεριιδών
αρχ.
1. (σχετικά με τον κορμό ελιάς) φλοιός
2. βάση κίονα, βάθρο στύλου
3. μτφ. βάση, βάθρο, θεμέλιο, ρίζα
4. (κατά τον Ησύχ.) α) «πρέμνον
στέλεχος, βλαστός
πᾶν ρίζωμα δέντρου τὸ γηράσκον ἢ τὸ τῆς ἀμπέλου πρὸς τῇ γῆ πρέμνον»
β) «πρέμνα
τὰ ἰσχυρά στελέχη τῶν καταβλαστημάτων»
γ) «πρέμνον ἑστίας
τῆς οἰκίας θεμέλιος»
5. φρ. «πρέμνον ἀρετῆς»
μτφ. ο κορμός και οι ρίζες του δένδρου της αρετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες είναι οι συνδέσεις της λ. τόσο με τη λ. πρυμνός «έσχατος, τελευταίος», όσο και με τα: αρχ. ιρλδ. crann «δέντρο» και λατ. quernus «δρύϊνος»].