προγελώ

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

-άω, Α
1. γελώ προηγουμένως
2. μτφ. (για τη χαραυγή) αρχίζω να προβάλλω, προβαίνω γλυκά («ἡ ἡμέρα προγελᾷ πρὸς βαθὺν ὄρθρον, μέλλοντος ἀνίσχειν ἡλίου», Φίλ.).