προδικέω
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
(πρόδικος)
A to be a patron, be an advocate, or be a guardian, τοῦ ἀλλοτρίου ἀπελευθέρου Lys.Fr.100, cf. Plu.2.787b, 973a; τῶν τούτου τέκνων Mitteis Chr.88 i 15(ii A.D.); τῶν ἐνύδρων Plu.2.975c.
II act as advocate, ὑπέρ… GDI1432b5 (Hypata).
German (Pape)
[Seite 716] ein πρόδικος sein; Plut. an seni 6; τινὶ καὶ συνηγορεῖν, de sol. an. 19; auch τινός, ib. 22. Hesych. erkl. ἐπιτροπεύω.
French (Bailly abrégé)
προδικῶ :
1 être l'avocat ou en gén. le défenseur des intérêts de qqn;
2 p. ext. être gardien de, gén..
Étymologie: πρόδικος.
Greek (Liddell-Scott)
προδῐκέω: (πρόδικος), εἶμαι προστάτης τινός, συνήγορος ἢ ἐπίτροπος, ἐπιτροπεύω, Πλούτ. 2. 787Β, 973Α· ἓν οὐκ ἔστι ἀποφῆναι τῷ προδικοῦντι τῶν ἐνύδρων, τῶν ἐν τοῖς ὕδασι ζώντων ζῴων, αὐτόθι 975Β.
Russian (Dvoretsky)
προδῐκέω: быть защитником, (право)заступником (τινι и τινος Plut.).