προεσθίω
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
pf. προεδήδοκα Gal.18(1).42: 1 aor.part. Pass. -εδεσθέν Arist.Pr.926b29:—eat before, πρὸ τοῦ πότου ἀμυγδάλας πικράς Ath.2.52d, cf. Diocl.Fr.141, Antig.Mir.35; eat before another, to show that the food is not poisoned, Luc.Par.59; τῶν βασιλέων Ath.4.171b.
German (Pape)
[Seite 722] (s. ἐσθίω), vorher essen; Luc. Parasit. 59; προεδεσθέν, Arist. probl. 20, 34.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. προήσθιον;
manger auparavant.
Étymologie: πρό, ἐσθίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εσθίω voorproeven.
Russian (Dvoretsky)
προεσθίω: (impf. προήσθιον, part. aor. pass. προεδεσθείς) съедать или пробовать раньше (преимущ. о рабе, на котором испытывалась безвредность блюда) (π. καὶ προπίνειν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
προεσθίω: ἐσθίω πρότερον, πρὸ τοῦ ποτοῦ ἀμυγδαλᾶς πικρὰς Ἀθήν. 52Ε· ― ἐσθίω πρὸ ἄλλου τινός, ὅπως δείξω ὅτι ἡ τροφὴ δὲν περιέχει δηλητήριον, Λουκ. Παράσ. 59· τινὸς Ἀθήν. 171Β· ― ὁ πρκμ. προεδήδοκα ἀπαντᾷ παρ’ Ὀρειβασ.· ἡ μετοχ. τοῦ παθ. ἀορ. προεδεσθὲν εὕρηται ἐν Ἀριστ. Προβλ. 20. 34, 2.
Greek Monolingual
Α ἐσθίω
1. τρώγω προηγουμένως κάτι
2. τρώγω, δοκιμάζω κάτι πριν από άλλον για να δείξω ότι η τροφή δεν περιέχει δηλητήριο.