προθνῄσκω
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
A die before, Th.2.52; π. τῆς μάχης Luc.Par.50; π. τῷ δέει Id.Tox.60.
2 of hair, fall off prematurely, in form προτεθνῄσκουσι, Aret.SD2.13.
II die for, τινος E.Alc.383,684, Heracl. 590.
French (Bailly abrégé)
f. προθανοῦμαι, ao.2 προέθανον;
1 mourir avant, gén. ; abs. mourir auparavant;
2 mourir pour, gén..
Étymologie: πρό, θνῄσκω.
Greek Monotonic
προθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ -έθανον,
I. πεθαίνω πιο πριν, σε Θουκ.
II. πεθαίνω για κάποιον άλλο, με γεν., σε Ευρ.
German (Pape)
(θνῄσκω), vorher od. vor Einem sterben; Thuc. 2.52; τῆς μάχης, vor der Schlacht, Luc. paras. 50; – für Einen sterben, παίδων Eur. Alc. 684, und oft.
Russian (Dvoretsky)
προθνῄσκω:
1 умирать или погибать ранее (προτεθνάναι τινί Thuc.; προτεθνηκὼς τῆς μάχης Luc.; προτεθνεὼς ἀναιρεθεὶς ὑπό τινος Plut.): προετεθνήκειν ἤδη τῷ δέει Luc. я (чуть) не умер безвременно от ужаса;
2 умирать, отдавать жизнь за (кого-л.) (π. τινός Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-θνῄσκω eerder sterven (dan): met gen.. π. τῆς μάχης al voor de strijd sterven Luc. 33.50. sterven voor: met gen.. παίδων προθνῄσκειν πατέρας dat vaders sterven voor hun zonen Eur. Alc. 684.