προκαταπλήσσω
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
strike with terror beforehand, τινα D.C. 47.34:—Med., Plb.5.70.9:—Pass., D.S.19.106.
German (Pape)
[Seite 728] (s. πλήσσω), vorher in Schrecken setzen, Pol. 5, 70, 9, προκαταπληξάμενος εἷλε τὴν πόλιν.
Russian (Dvoretsky)
προκαταπλήσσω: тж. med. ранее поражать ужасом (τινά Diod.; med.: sc. τὴν πόλιν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπλήσσω: καταπλήσσω πρότερον, ἐμβάλλω φόβον εἴς τινα πρότερον, τινὰ Δίων Κ. 47. 34· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 5. 70, 9 ― Παθ., Διόδ. 19. 106.
Greek Monolingual
Α
κατατρομάζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλήσσω «εκπλήσσω, τρομάζω»].