προκαταπλήσσω

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταπλήσσω Medium diacritics: προκαταπλήσσω Low diacritics: προκαταπλήσσω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΠΛΗΣΣΩ
Transliteration A: prokataplḗssō Transliteration B: prokataplēssō Transliteration C: prokataplisso Beta Code: prokataplh/ssw

English (LSJ)

strike with terror beforehand, τινα D.C. 47.34:—Med., Plb.5.70.9:—Pass., D.S.19.106.

German (Pape)

[Seite 728] (s. πλήσσω), vorher in Schrecken setzen, Pol. 5, 70, 9, προκαταπληξάμενος εἷλε τὴν πόλιν.

Russian (Dvoretsky)

προκαταπλήσσω: тж. med. ранее поражать ужасом (τινά Diod.; med.: sc. τὴν πόλιν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προκαταπλήσσω: καταπλήσσω πρότερον, ἐμβάλλω φόβον εἴς τινα πρότερον, τινὰ Δίων Κ. 47. 34· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 5. 70, 9 ― Παθ., Διόδ. 19. 106.

Greek Monolingual

Α
κατατρομάζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλήσσω «εκπλήσσω, τρομάζω»].