προκατελπίζω

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατελπίζω Medium diacritics: προκατελπίζω Low diacritics: προκατελπίζω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΕΛΠΙΖΩ
Transliteration A: prokatelpízō Transliteration B: prokatelpizō Transliteration C: prokatelpizo Beta Code: prokatelpi/zw

English (LSJ)

hope beforehand, περί τινος Plb.14.3.1; ὑπέρ τινος Id.2.4.5.

German (Pape)

[Seite 729] vorher, zu früh hoffen, Pol. 14, 3, 1, περί τινος.

French (Bailly abrégé)

espérer avant le temps, concevoir une espérance prématurée.
Étymologie: πρό, κατελπίζω.

Russian (Dvoretsky)

προκατελπίζω: заранее или преждевременно надеяться (ὑπέρ и περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προκατελπίζω: ἐλπίζω ἐκ τῶν προτέρων, περί τινος Πολύβ. 14. 3, 1· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 2. 4, 5. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 388.

Greek Monolingual

Α
ελπίζω εξ ολοκλήρου εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατελπίζω «έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ»].

Greek Monotonic

προκατελπίζω: μέλ. -σω, ελπίζω από πριν, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. σω
to hope beforehand, Polyb.