προλαβόντως

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλᾰβόντως Medium diacritics: προλαβόντως Low diacritics: προλαβόντως Capitals: ΠΡΟΛΑΒΟΝΤΩΣ
Transliteration A: prolabóntōs Transliteration B: prolabontōs Transliteration C: prolavontos Beta Code: prolabo/ntws

English (LSJ)

Adv. previously, Aesop.347(v.l.).

French (Bailly abrégé)

adv.
d'avance.
Étymologie: προλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

προλαβόντως: [от part. aor. 2 к προλαμβάνω наперед, заранее Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

προλᾰβόντως: ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, προηγουμένως, πρότερον, Αἴσωπ. 119 κατὰ τὴν Ἔκδ. τοῦ Κοραῆ, ἐν τῷ Ἐπιμυθ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. προηγουμένως, πρωτύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προλαβών, -όντος, μτχ. αόρ. β' του προλαμβάνω.