προπολεμητήριον
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
τό, bastion, outwork, π. εἶναι τῆς Ἰταλίας D.S.14.100.
German (Pape)
[Seite 740] τό, Schutzwehr im Kriege, D. Sic. 14, 190.
Russian (Dvoretsky)
προπολεμητήριον: τό укрепление, оплот, бастион (τῆς Ἰταλίας Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προπολεμητήριον: τό, προπύργιον, προμαχών, διὰ τὸ προπολεμητήριον (τὴν πόλιν) εἶναι τῆς Ἰταλίας Διόδ. 14. 100.
Greek Monolingual
τὸ, Α
προπύργιο, προμαχώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπολεμῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. ὁρμητήριον)].