προσανατίθεμαι
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monotonic
προσανατίθεμαι: Μέσ.,
I. αναλαμβάνω επιπρόσθετο βάρος, σε Ξεν.· αλλά, προσανατίθεμαί τί τινι, συνδράμω, προσφέρω ο ένας στον άλλο, σε Καινή Διαθήκη
II. προσανατίθεσθαί τινι, συσκέπτομαι με κάποιον, στο ίδ.
Middle Liddell
I. Mid. to take an additional burthen on oneself, Xen.; but, πρ. τί τινι to contribute of oneself to another, NTest.
II. προσανατίθεσθαί τινι to take counsel with one, NTest.