προσανατίθεμαι
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Greek Monotonic
προσανατίθεμαι: Μέσ.,
I. αναλαμβάνω επιπρόσθετο βάρος, σε Ξεν.· αλλά, προσανατίθεμαί τί τινι, συνδράμω, προσφέρω ο ένας στον άλλο, σε Καινή Διαθήκη
II. προσανατίθεσθαί τινι, συσκέπτομαι με κάποιον, στο ίδ.
Middle Liddell
I. Mid. to take an additional burthen on oneself, Xen.; but, πρ. τί τινι to contribute of oneself to another, NTest.
II. προσανατίθεσθαί τινι to take counsel with one, NTest.