τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
-έω, Α1. μετρώ ή υπολογίζω κάτι μαζί με άλλα, συγκαταριθμώ2. περιλαμβάνω επίσης3. καταβάλλω, πληρώνω κάτι επιπροσθέτως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀριθμῶ «απαριθμώ, περιλαμβάνω, πληρώνω»].