προσβράσσω

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβράσσω Medium diacritics: προσβράσσω Low diacritics: προσβράσσω Capitals: ΠΡΟΣΒΡΑΣΣΩ
Transliteration A: prosbrássō Transliteration B: prosbrassō Transliteration C: prosvrasso Beta Code: prosbra/ssw

English (LSJ)

throw up, dash against, in Pass., σῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάττης Plu.2.675e, cf. Zen.4.38, Hsch. s.v. φῦκος.

French (Bailly abrégé)

rejeter en bouillonnant.
Étymologie: πρός, βράσσω.

Greek Monolingual

και προσβράζω και αττ. τ. προσβράττω Α
ξεβράζωσῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βράσσω «εκβάλλω, ξεβράζω»].