προσιδιάζω

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

Ν
1. αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι («ο χαρακτήρας που έχει προσιδιάζει μάλλον σε αγροίκο»)
2. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα («η διαγωγή αυτή προσιδιάζει μόνο σε βαρβάρους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ιδιάζω «αρμόζω, ταιριάζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίη].