προστήθιο
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
και προστήθι, το / προστήθιον, ΝΑ
νεοελλ.
1. καθετί που καλύπτει το στήθος
2. παλαιότερο είδος υποκαμίσου, αποτελούμενο μόνο από το εμπρός τμήμα, το οποίο φορούσε κανείς μέσα από σακάκι αντί για κανονικό πουκάμισο
αρχ.
1. ζώνη για το στήθος
2. εγκόλπιο αρχιερέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + στῆθος + επίθημα -ιον (πρβλ. περι-στήθιον)].