προσυγχέω
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
throw into disorder before, τὰς τάξεις Plb.5.84.9.
German (Pape)
[Seite 784] (s. χέω), vorher zusammengießen, τὰς τάξεις, in Verwirrung bringen, Pol. 5, 84, 9.
Russian (Dvoretsky)
προσυγχέω: ранее приводить в смятение (τὰς τάξεις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προσυγχέω: μέλλ.: -χεῶ, συγχέω πρότερον, Πολύβ. 5. 84, 9.
Greek Monolingual
Α
προκαλώ σύγχυση προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + συγχέω «συγχύζω, ταράζω»].