πρυτανικός
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
πρυτανική, πρυτανικόν,
A of or for a πρύτανις, ἡ πρυτανικὴ ἐξουσία IG12(7).396.5 (Amorgos), cf. Inscr.Perg.254.7; πρυτανικὴ γραφή = action against a πρύτανις, Harp.s.v. ῥητορικὴ γραφή; ἐσθῆτες Herm.Hist.2: πρυτανικόν, τό = πρυτανεῖον, στῆσαι ἐν τῷ π. IG22.915,al.; also, receipts from πρυτανεῖα (?), ib.11 (2).287 A13 (Delos, iii B.C.).
2 having the rank of ex-prytanis, Wilcken Chr.27.16 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 802] zum πρύτανις oder zur πρυτανεία gehörig, ἐν στολαῖς λευκαῖς, ἃς μέχρι καὶ νῦν καλοῦσι πρυτανικὰς ἐσθῆτας, Ath. IV, 149 d.
Greek (Liddell-Scott)
πρῠτᾰνῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρύτανιν, ἡ πρ. ἐξουσία Συλλ. Ἐπιγρ. 2264, Ἀθήν. 149Ε· - ἰδιόρρυθμον θηλ. -ῖτις, ιδος, ὡς ἐπίθετον τοῦ Ἑστία, Ἀθήν. 149D.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πρυτανικός, -ή, -όν, ΝΑ πρύτανις
νεοελλ.
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε πρύτανη («πρυτανικός λόγος» — ο λόγος που εκφωνείται από τον πρύτανη κατά την διάρκεια της τελετής η οποία γίνεται για την ανάληψη τών καθηκόντων του)
αρχ.
(στην Αθήνα)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρύτανη («ἡ πρυτανικὴ ἐξουσία», επιγρ.)
2. αυτός που διετέλεσε πρύτανης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυτανικόν
το πρυτανείο
4. φρ. «πρυτανική γραφή» — δίκη κατά του πρυτάνεως.