πρωτότομος

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτότομος Medium diacritics: πρωτότομος Low diacritics: πρωτότομος Capitals: ΠΡΩΤΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: prōtótomos Transliteration B: prōtotomos Transliteration C: prototomos Beta Code: prwto/tomos

English (LSJ)

πρωτότομον, first cut, Thphr. HP 4.14.6; κράμβη AP9.412 (Phld.); καυλός Archig. ap. Gal.13.331.

German (Pape)

[Seite 807] zuerst geschnitten; κράμβη, Philodem. 30 (IX, 412); Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupé le premier ou pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

πρωτότομος: свежесрезанный (κράμβη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτότομος: -ον, ὁ πρῶτος τμηθείς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6, Ἀνθ. Π. 9. 412.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τομος (< τόμος < τέμνω)].

Greek Monotonic

πρωτότομος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβεται πρώτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πρωτό-τομος, ον, τέμνω
first cut, Anth.