πρωτότομος
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
πρωτότομον, first cut, Thphr. HP 4.14.6; κράμβη AP9.412 (Phld.); καυλός Archig. ap. Gal.13.331.
German (Pape)
[Seite 807] zuerst geschnitten; κράμβη, Philodem. 30 (IX, 412); Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coupé le premier ou pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
πρωτότομος: свежесрезанный (κράμβη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτότομος: -ον, ὁ πρῶτος τμηθείς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6, Ἀνθ. Π. 9. 412.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τομος (< τόμος < τέμνω)].
Greek Monotonic
πρωτότομος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβεται πρώτος, σε Ανθ.