πρόθειος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
ὁ, great-uncle, IGRom.4.861 (Laodicea ad Lycum), Ephes.3 No.72.
Greek (Liddell-Scott)
πρόθειος: ὁ, θεῖος του πατρός, ἀδελφὸς πάππου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3936.