πυκινόφρων
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ονος, = πυκιμηδής, wise, prudent, βουλή, ῥήτρη, h.Merc.538, AP11.350 (Agath.); of a person, Hes.Fr.143, Q.S.5.98.
German (Pape)
[Seite 815] ονος, bedachtsames Sinnes; H. h. Merc. 538; Hes. frg. 36; ῥήτρη, Agath. 76 (XI, 350).
Russian (Dvoretsky)
πῠκῐνόφρων: 2, gen. ονος HH, Hes. = πυκιμήδης (благоразумный, разумный).
Greek Monolingual
-όνος, ὁ, ἡ, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκινός, ποιητ. τ. του πυκνός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιόφρων].