πυλωρέω

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλωρέω Medium diacritics: πυλωρέω Low diacritics: πυλωρέω Capitals: ΠΥΛΩΡΕΩ
Transliteration A: pylōréō Transliteration B: pylōreō Transliteration C: pyloreo Beta Code: pulwre/w

English (LSJ)

keep the gate, Luc.DMort.20.1, etc.; ὁ πινοτήρης π. τὴν κόγχην Plu.2.980b: metaph., γλῶσσα π. τὴν γεῦσιν Ps.-Democr. ap. Hp.Ep.23, cf. PMag.Par.2.158 (dub.).

German (Pape)

[Seite 818] Thürhüter oder Thürwächter sein, Luc. Mort. D. 20, 1 Sacrif. 8; γλῶσσα πυλωρεῦσα τὴν γεῦσιν, Hippocr.; ὁ πινοτήρας πυλωρεῖ τὴν κόγχην προκαθήμενος, Plut. sol. anim. 30.

French (Bailly abrégé)

πυλωρῶ :
garder la porte.
Étymologie: πυλώρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλωρέω [πυλωρός] ptc. Ion. πυλωρεῦσα, poortwachter zijn.

Russian (Dvoretsky)

πῠλωρέω:
1 охранять ворота Luc.;
2 охранять, стеречь (τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠλωρέω: εἰμὶ πυλωρός, φύλαξ τῆς πύλης, φυλάσσω τὴν πύλην, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1. κτλ.˙ π. τὴν πάροδον Κλήμ. Ἀλ. 671˙ ὁ πιννοθύρας π. τὴν κόγχην Πλούτ. 2. 980Β˙ μεταφορ., γλῶσσα π. τὴν γεῦσιν Ἱππ. Ἐπιστ. 1289. 20.

Greek Monotonic

πῠλωρέω: είμαι πυλωρός, φυλάσσω την πύλη, σε Λουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

πῠλωρέω,
to be a πυλωρός, keep the gate, Luc., etc.